- Ἅρμασι
- Ἅρμαneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄρμασι — ἄρμα that which one takes neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅρμασι — ἅρμα chariot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμασίδουπος — ἁρμασίδουπος, ον (Α) αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το άρμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμασι (τ. τοπικής πληθ.) + δούπος «θόρυβος»] … Dictionary of Greek
δακρυσίστακτος — δακρυσίστακτος, ον (Α) 1. όποιος στάζει πολλά δάκρυα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δακρυσίστακτα με πολλά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυσι, τ. δοτικής (τοπικής) πληθυντικού + στακτός (πρβλ. αρμασί δουπος, ναυσί θοος, ορεσί τροφος, χερσι δάμας) … Dictionary of Greek
εφεδρήσσω — ἐφεδρήσσω (ΑΜ) [εφέδρα] (ποιητ. τ. τού ἐφεδράζω) μσν. ηρεμώ πάνω σε κάτι αρχ. 1. κάθομαι πάνω σε κάτι («ἅρμασι μιμηλοῑσιν ἐφεδρήσσουσα λεόντων», Νόνν.) 2. κάθομαι κοντά σε κάτι, παρακάθημαι … Dictionary of Greek
καλλωπίζω — (AM καλλωπίζω) 1. κάνω ωραίο το πρόσωπο κάποιου ή δίνω ωραία όψη στην εξωτερική εμφάνιση, ομορφαίνω («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῑκα», Πλούτ.) 2. μέσ. καλλωπίζομαι κάνω τον εαυτό μου ωραίο («όλη μέρα κάθεται και… … Dictionary of Greek
κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 … Dictionary of Greek
μενέδουπος — μενέδουπος, ον (Α) αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο τής μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δοῡπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί δουπος, ασπιδό δουπος)] … Dictionary of Greek
μετάδουπος — μετάδουπος, ον (Α) αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ ὀνειαρ, αἱ δ ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί… … Dictionary of Greek
ωρεσίδουπος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που παράγει θόρυβο, ταραχή στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. αντί ὀρεσίδουπος < ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. ἁρμασί δουπος)] … Dictionary of Greek